- παραφύσι(ν)
- επίρρ.1) неестественно, противоестественно; 2) чрезмерно, сверх меры
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραφύσι(ν) — επίρρ. 1. πέρα από το φυσικό και συνηθισμένο, εναντίον τών φυσικών νόμων, αντίθετα από ό,τι επιβάλλει ή απαιτεί η φύση, υπερβολικά, υπέρμετρα 2. (με κακή σημ.) η παρά φύσιν ασέλγεια, η παιδεραστία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. παρά την φύσιν] … Dictionary of Greek